ἐντέχνως

ἐντέχνως
ἔντεχνος
within the range
adverbial
ἔντεχνος
within the range
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έντεχνος — η, ο (AM ἔντεχνος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο) 2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνης μσν. νεοελλ. προσχεδιασμένος …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… …   Dictionary of Greek

  • κατατεχνιτεύω — (Μ) παρασκευάζω με τεχνικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεχνιτεύω «κατασκευάζω εντέχνως»] …   Dictionary of Greek

  • τεχνάζω — ΝΜΑ [τέχνη] μέσ. τεχνάζομαι επινοώ, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι νεοελλ. (το μέσ.) δολοπλοκώ, μηχανορραφώ μσν. (το μέσ.) μεταβάλλω κάτι με επινόηση («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.) αρχ. 1. μεταχειρίζομαι, εφαρμόζω τέχνη …   Dictionary of Greek

  • τεχνουργικός — ή, ό / τεχνουργικός, ή, όν, [τεχνουργός] κατασκευασμένος με τέχνη, έντεχνος νεοελλ. ο σχετικός με την κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων. επίρρ... τεχνουργικώς / τεχνουργικῶς ΝΑ εντέχνως, με τέχνη …   Dictionary of Greek

  • τεχνουργώ — τεχνουργῶ, έω, ΝΜΑ [τεχνουργός] κατασκευάζω κάτι εντέχνως, δημιουργώ με τεχνικό τρόπο («ἀπολυπραγμόνητα τὰ παρὰ τοῡ Θεοῡ τεχνουργούμενα», Κύριλλ.) νεοελλ. κατασκευάζω κάτι με τεχνικά μέσα …   Dictionary of Greek

  • ԱՐՈՒԵՍՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0372 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c մ. ԱՐՈՒԵՍՏԱԲԱՐ կամ ԱՐՀԵՍՏԱԲԱՐ. τεχνικῶς artificiose, ἑντέχνως solerter Արուեստիւք. ըստ արուեստի. ճերտարութեամբ. հնարիւք. քաջ. *Որ զտէրունեան խորանն արուեստաբար կազմէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”